- κορωνίδα
- I
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1876. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι 12,3 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,27. Διεθνώς ονομάζεται Koronis 158.IIΜυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Θεσσαλού πρίγκιπα Φλεγύα και μητέρα του Ασκληπιού από τον Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, η Κ. συνόδευσε τον πατέρα της σε μια εκστρατεία στην Πελοπόννησο και παντρεύτηκε τον γιο του Έλατου, Ίσχυ, ενώ κυοφορούσε το παιδί του Απόλλωνα. Ένα κοράκι ειδοποίησε τον θεό, που οργίστηκε για την απιστία της και σκότωσε την Κ. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, τη σκότωσε η Άρτεμη για να εκδικηθεί τον αδελφό της. Οι παραδόσεις συμφωνούν στο στοιχείο ότι τη στιγμή που το σώμα της Κ. βρισκόταν στη νεκρική πυρά, ο Απόλλων άρπαξε το αγέννητο αγόρι από τις φλόγες και το παρέδωσε στον σοφό Κένταυρο Χείρωνα· ο τελευταίος δίδαξε στο παιδί τη θεραπεία όλων των νόσων. Λέγεται επίσης ότι ο Απόλλων μετάνιωσε και μετέτρεψε από άσπρο σε μαύρο το κοράκι που του ανήγγειλε την απιστία της Κ.IIIΝησίδα (υψόμ. 23 μ., 4 κάτ.) στον Αργολικό κόλπο. Βρίσκεται στη βορειοδυτική ακτή της χερσονήσου του Κρανιδίου, στην είσοδο του όρμου της Κοιλάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κρανιδίου του νομού Αργολίδος.IVΟρεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ., 310 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού, 42 χλμ. ΒΑ της Χώρας της Νάξου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δρυμαλίας του νομού Κυκλάδων.
Η Κορωνίδα της Νάξου, στο βόρειο τμήμα του νησιού.
* * *η (ΑM κορωνίς, -ίδος)1. το ακρότατο σημείο οικοδομήματος, η κορυφή2. το ανώτατο σημείο, το έπακρο, η αποκορύφωση (α. «ο άνθρωπος είναι η κορωνίδα τής δημιουργίας» β. «τὴν κορωνίδα τοῡ βίου προελθεῑν», Πλούτ.)3. το γείσο οικοδομήματος ή το περίζωμα επίπλου4. (για πρόσ.) ο κορυφαίος, ο άριστος (α. «είναι η κορωνίδα τών δικηγόρων» β. «ἡ τῶν ποιητῶν κορωνίς»)5. γραμμ. το όμοιο με την ψιλή σημείο τής κράσεως που τίθεται στο μακρό φωνήεν ή δίφθογγο που προήλθε από κράση, π.χ. κάγώ (και εγώ)6. τελικό συμπλήρωμα, επιστέγασμα, επίλογος («ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ὅλην μέχρι τῆς κορωνίδος περιέγραψε τὴν αὐτοῡ τραγωδίαν», Πλούτ.)7. τελείωση, ολοκλήρωσηνεοελλ.μουσ. α) σημείο που μπαίνει στα φθογγόσημα ή στις παύσεις και δηλώνει ότι η χρονική περίοδος μπορεί να επεκταθεί κατά βούληση, αλλ. κορόναβ) η υψηλότερη τονική έκταση σε μια μελωδίααρχ.1. (ως επίθ. τών πλοίων) αυτό που έχει τοξοειδή τα άκρα, δηλαδή την πρύμνη και την πρώρα («οἴκαδ' ἴμεν σὺν νηυσὶ κορωνίσιν», Ομ. Ιλ.)2. (ως επίθ. βοδιῶν) αυτός που έχει ελικοειδή κέρατα («οἵ τ' ἐπὶ βουσὶ κορωνίσι βουκόλοι ἄνδρες», Θεόκρ.)3. (γενικά) οτιδήποτε καμπύλο ή κυρτό4. στεφάνι πλεγμένο με ία5. μονοκονδυλιά στο τέλος βιβλίου ή κειμένου («ἐπιτιθέναι τὴν κορωνίδα τῷ συγγράμματι», Πλούτ.)6. μικρή γραμμή που έθεταν στο τέλος σκηνής δράματος και η οποία δήλωνε ότι αποχωρούσε ο χορός και έμεναν οι ηθοποιοί ή το αντίθετο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + επίθημα -ίς / -ίδος (πρβλ. ακ-ίς, φολ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.